διήγημα

διήγημα
[диигима] ουσ. о. рассказ, повесть,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διήγημα" в других словарях:

  • διήγημα — tale neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήγημα — Ένα από τα σπουδαιότερα είδη του αφηγηματικού πεζού λόγου, που αντλεί τα θέματά του είτε από την πραγματικότητα είτε από τον κόσμο της φαντασίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η περιορισμένη του έκταση σε χώρο και χρόνο. Στην Ελλάδα εισηγητής …   Dictionary of Greek

  • διήγημα — το σύντομο λογοτεχνικό είδος πεζού λόγου με πραγματική ή φανταστική υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διήγημ' — διήγημα , διήγημα tale neut nom/voc/acc sg διήγημαι , διηγέομαι set out in detail perf ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγημάτων — διήγημα tale neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγήμασι — διήγημα tale neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγήμασιν — διήγημα tale neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγήματα — διήγημα tale neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγήματι — διήγημα tale neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγήματος — διήγημα tale neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»